-
1 πτερόν
A feathers, Od.15.527, Hdt.2.73, etc.: in sg., feather, E.Rh. 618, Ar.Ach. 584, 1105; πτεροῦ σῦριγξ quill, Hp.Fist.6;τὰ ὦτα πτερῷ κνωμένοις Luc.Salt.2
;ἀντὶ τριχῶν πτερὰ φύειν Pl.Ti. 91d
(cf. Ar.Av. 106);ἡ τῶν π. ἀποβολή Pl.Phdr. 246d
: prov., πόνου δ' ἴδοις ἂν οὐδαμοῦ ταὐτὸν π. misery is of varied plumage, i.e. manifold, A.Supp. 329; τοῖς αὑτῶν π. ἁλίσκεσθαι to be shot with an arrow feathered from one's own plumes, 'hoist with one's own petard', Id.Fr. 139; ἀλλοτρίοις π. ἀγάλλεσθαι pride oneself on 'borrowed plumes', Luc.Pro Merc.Cond.4; κείρευ πτερά 'have your wings clipped', Call.Epigr.47.8.2 = πτέρυξ, bird's wing, freq. in pl., wings, Il.11.454, Od.2.151, etc. (sg., A.Fr.304.4);οἶμον αἰθέρος ψαίρει πτεροῖς Id.Pr. 396
; Παλλάδος ὑπὸ πτεροῖς ὄντας, metaph. from chickens under the hen's wings, Id.Eu. 1001 (lyr.);τὰ τέκν' ἔχων ὑπὸ πτεροῖς E.Heracl.10
, etc.: as an emblem of speed,ὡσεὶ π. ἠὲ νόημα Od.7.36
;πόδα τιθεὶς ἴσον πτεροῖς E.IT32
; δοκεῖτε πηδᾶν τἀδικήματ' εἰς θεοὺς πτεροῖσι; Id.Fr. 506; also τῷ δ' εὖτε πτερὰ γίγνετο he got as it were wings, i.e. spirit, courage, Il.19.386; νωμᾷ δ' ἐν οἰωνοῖσι τοὐκείνης (sc. Ἀφροδίτης) πτερόν, ἐν θηρσίν, ἐν βροτοῖσιν, ἐν θεοῖς her uplifting influence, S.Fr.941.11.III anything like wings or feathers: as1 oars,ἐρετμά, τά τε πτερὰ νηυσὶ πέλονται Od.11.125
;νηὸς πτερά Hes.Op. 628
(unless sails, cf.πτίλον 111.2
); ὅπῃ νεὼς στείλαιμ' ἂν οὔριον π. E.Hel. 147;σκάφος ἀΐσσον πτεροῖσι Id.Tr. 1086
(lyr.): hence conversely, of birds,πτεροῖς ἐρέσσει Id.IT 289
; πτερῶν εἰρεσίᾳ, of Hermes, Luc.Tim.40.2 ἀέθλων πτερά, i.e. the crown of victory, which lifts the victor to heaven, Pi.O.14.24, cf.P.9.125.3 sg., wings of the wind, dub. in S.Fr.23.3.5 π. ἱέρακος a hawk's wing, worn by the ἱερογραμματεύς in Egypt, D.S.1.87.7 ploughshare, Lyc. 1072.9 πτερὰ Θετταλικά were the fluttering corners of a χλαμύς (v.πτέρυξ 11.4
), Poll. 7.46. -
2 νίκα
νῑκα (-ας, -αν; -αι, -ᾶν, -αις, -ας.)1 victory in athletic events.νίκαν τριακοστὰν ἑλών O. 8.66
ἐπωνυμίαν χάριν νίκας ἀγερώχου κελαδησόμεθα βροντάν (v. ἐπωνύμιος) O. 10.79εὔδοξον ἅρματι νίκαν Κρισαίαις ἐνὶ πτυχαῖς ἀπαγγελεῖ P. 6.17
ἄγοντι δέ με πέντε μὲν Ἰσθμοῖ νῖκαι P. 7.14
οὐδὲ κλειτομάχοιο νίκαν Ἰσθμοῖ θρασύγυιον P. 8.37
Ἥρας τ' ἀγῶν ἐπιχώριον νίκαις τρισσαῖς, ὦ Ἀριστόμε-νες, δάμασσας ἔργῳ P. 8.80
πολλὰ δὲ πρόσθεν πτερὰ δέξατο νικᾶν (v. l. νίκας) P. 9.125τέσσαρας ἐξ ἀέθλων νίκας ἐκόμιξαν N. 2.19
τιμαλφεῖν λόγοις νίκαν N. 9.55
Ἀρισταγόραν ἀγλααὶ νῖκαι πάτραν τ' εὐώνυμον ἐστεφάνωσαν πάλᾳ καὶ μεγαυχεῖ παγκρατίῳ N. 11.20
οὐκ ἄγνωτ' ἀείδω Ἰσθμίαν ἵπποισι νίκαν I. 2.13
ὅδ' ἀνὴρ διπλόαν νίκᾶν ἀνεφάνατο παίδων λτ;τεγτ; τρίταν πρόσθεν and a third among boys I. 4.71ἄραντο γὰρ νίκας ἀπὸ παγκρατίου I. 6.60
φέρει γὰρ Ἰσθμοῖ νίκαν παγκρατίου i. e. in the pankration I. 7.22κῶμον, Ἰσθμιάδος τε νίκας ἄποινα I. 8.4
ἵππων τ' ὠκυπόδων πολυγνώτοις ἐπὶ νίκαις Παρθ. 2. 45. pro pers.,Νίκας ἐν ἀγκώνεσσι πίτνων ποικίλων ἔψαυσας ὕμνων N. 5.42
χρυσέας ἐν γούνασιν πίτνοντα Νίκας I. 2.26
, cf. P. 9.125 supra. -
3 πτερόν
См. также в других словарях:
φτερό — Καθένας από τους κεράτινους σχηματισμούς του δέρματος που, μαζί με τα πούπουλα, καλύπτουν το σώμα των πουλιών. Σε ένα φ. διακρίνονται ο άξονας ή μεσαίο στέλεχος και το γένειο. Το κατώτερο μέρος του άξονα, που ονομάζεται κάλαμος, είναι κοίλο,… … Dictionary of Greek
PINNAE — in avibus, extimae pennae sunt, sicut intimae plumae. Appuleius, in Floridis, Color psutaeo viridis et intimis plumulis et extimis pinnidis: ad quem locum vide Salmas. Exercit. Plin. p. 1014. E cuiusmodi pinnis Musas coronam habuisse, docet… … Hofmann J. Lexicon universale